- πτέρωμα
- το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ.β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ.γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.)νεοελλ.το φύτρωμα τών φτερών, η πτεροφυΐααρχ.1. το να έχει φτερά κάποιο ζώο2. το φτερωτό άκρο τού βέλους3. τα πτερύγια τών βραγχίων τών ψαριών4. το περίστυλο ναού5. προεξοχή στέγης, γείσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].
Dictionary of Greek. 2013.